ποτιδόρπιος

ποτιδόρπιος
-ον, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δείπνο
2. ο χρήσιμος για την παρασκευή τού δείπνου
3. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ποτιδόρπια, τὰ προσσίτια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + -δόρπιος (< δόρπον «δείπνο»), πρβλ. μετα-δόρπιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποτιδόρπιον — ποτιδόρπιος of masc/fem acc sg ποτιδόρπιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτιδόρπια — ποτιδόρπιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”